- ἔγνωσαν
- узналиосознали узнали они они осознали узнали [бы]
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἔγνωσαν — γιγνώσκω come to know aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'γνωσαν — ἔγνωσαν , γιγνώσκω come to know aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλή — η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. συβουλή Ν παραίνεση, προτροπή, υπόδειξη (α. «τά αποφεύγω... με συμβουλή τού γιατρού» β. «ἔγνωσαν συμβουλῆς πέρι ἐς θεὸν ἀνοῑσαι τὸν ἐν Βραγχίδῃσι», Ηρόδ. γ. «ὑπὸ μιᾱς ἀθέσμου συμβουλῆς», Τριώδ.) αρχ. σύσκεψη, συζήτηση.… … Dictionary of Greek
φρυκτωρός — ὁ, ΜΑ μσν. φρυκτός*, πυρσός για τη μετάδοση σημάτων, φρυκτωρία αρχ. 1. φύλακας φρυκτωρίου («ὡς αὐτοῖς οἵ τε φρυκτωροὶ ἐσήμαινον καὶ ᾐσθάνοντο τὰ πυρὰ... ἔγνωσαν ὅτι», Θουκ.) 2. το διά μέσου φρυκτωρίας μεταδιδόμενο σήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρυκτός +… … Dictionary of Greek